Το κείμενο είναι παλιό αλλά έτσι επειδή πλησιάζουν Χριστούγεννα κι επειδή σε όλους μας κάποιος ή κάτι λείπει το ανεβάζω
Το ζύγι
Χ: Τι κάνεις όταν κάποιος σου λείπει πολύ;
Γ: Τον συναντάς ή τον παίρνεις τηλέφωνο
Χ:Κι αν δεν μπορείς;
Γ:Γιατί να μην μπορείς;
Χ:Γιατί…Γιατί ας πούμε κοιμάται.
Γ:Τότε περιμένεις να ξυπνήσει
Χ:Κι αν δεν μπορείς να περιμένεις;
Γ: Αν δεν μπορείς να περιμένεις τότε πας και τον ξυπνάς
Χ: Και τι του λες;
Γ: Του λες «Γεια σου, συγγνώμη που σε ξύπνησα, αλλά δεν
άντεχα άλλο. Ήθελα να σε δω»
Χ:Κι αν θυμώσει;
Γ:Γιατί να θυμώσει;
Χ:Που τον ξύπνησες
Γ:Τότε του λες να μην είναι περίεργος και να μην θυμώνει.
Χ:Και τι άλλο;
Γ:Και του χαμογελάς
Χ:Κι αν είναι ακόμα θυμωμένος;
Γ:Δεν θα είναι
Χ: Κι αν είναι;
Γ:Αν είναι ακόμα θυμωμένος , τότε μήπως δεν αξίζει να δείχνεις
τόσο ενδιαφέρον σε έναν τέτοιον άνθρωπο;
Χ: Όχι αξίζει
Γ: Και που το ξέρεις;
Χ:Το ξέρω σου λέω.
Γ:Γιατί δεν μου λες πώς;
Χ:Γιατί να σου πώ;
Γ: Ώστε αν βρω κι εγώ κάποιον που να μου λείπει τόσο ώστε να
πάω στις 3.26 την νύχτα να του χτυπήσω το κουδούνι και να του χαμογελάσω και να
του πω «συγγνώμη, αλλά μου έλειπες πολύ»
Χ: Να τον αγκαλιάσεις κιόλας! Αλλιώς δεν θα καταλάβει πόσο….
Γ: Σωστά. Λοιπόν, όταν θα βρω κι εγώ έναν τέτοιο άνθρωπο,
πώς θα τον ξεχωρίσω; Πώς θα
ξέρω ότι αξίζει;
Χ:Τώρα με ρωτάς πως θα τον ξεχωρίσεις ή πώς θα καταλάβεις
ότι αξίζει; Και τέλος πάντων τι εννοείς «αξίζει δεν αξίζει»;
Γ: Εννοώ ότι η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων που άνθρωποι
αφιερώθηκαν σε κάτι ή σε κάποιον που δεν θα΄πρεπε
Χ:Και ποιος το λέει;
Γ: Τι ποιος το λέει;
Χ:Ποιος σοβαρός κύριος με κουστούμι και μονόκλ είχε ένα
μπλοκάκι στο χέρι του, κρατούσε σημειώσεις και στο τέλος είπε σε κάποιον
«συγγνώμη κύριε, αλλά αυτή η κυρία δεν θα πρεπε να σας αποσπά τόσο»;
Γ: Πολλοί.
Χ: Και που τους βρίσκεις αυτούς τους κυρίους;
Γ:Παντού
Χ: Ιιιιιι! Μήπως είσαι κι εσύ ένας τέτοιος κύριος;
Γ: Όχι!
Χ: Σίγουρα;
Γ: Σίγουρα.
Χ: Ευτυχώς, γιατί ξέρεις τα άλλο κάνουν αυτοί οι κύριοι.
Έτσι έχω ακούσει δηλαδή. Σε παρατηρούν καλά καλά και μετά σε ακούνε με πολλή
προσοχή και μετά ως δια μαγείας εμφανίζουν μια ζυγαριά, έναν ζυγό από τους
παλιούς
Γ: Και τι ζυγίζουν;
Χ: Στην μια μεριά βάζουνε την αγάπη
Γ: Και στην άλλη;
Χ: Έλα μου ντε… τι ακριβώς βάζουν ν’ αναμετρηθεί με την
αγάπη, δεν ξέρω…. Και τι ελπίδα έχει αυτό το κάτι, πάλι δεν ξέρω.
Γ: Μάλιστα. Δεν μου απάντησες όμως ,πως όταν έρχεται η ώρα
αυτόν τον κάποιον τον ξεχωρίζεις;
Χ:Τι εννοείς;
Γ:Πώς το καταλαβαίνεις;
Χ: Δεν το καταλαβαίνεις κάπως. Απλώς το ξέρεις.
Γ: Πώς το ξέρεις;
Χ: Δεν μπορείς να βρεις τον παραμικρό λόγο να μην το κάνεις.
Γ:Κι αν υπάρχει;
Χ: Δεν μπορείς να τον βρεις
Γ: Ωραία, τότε σήκω και πήγαινε
Χ:Κι αν θυμώσει;
Γ:Είπαμε δεν θα θυμώσει. Κι αν θυμώσει θα της περάσει.
Χ:Κι αν είχε δύσκολη μέρα;
Γ: Τότε να την αφήσεις να κοιμηθεί και το πρωί να πας
ν’αγοράσεις κρουασάν με σοκολάτα. Από τον φούρνο να πας, όχι από το περίπτερο.
Να’ ναι ζεστά. Να της φτιάξεις καφέ και να την ξυπνήσεις και να της πεις
«καλημέρα».
Χ: Κι αν θυμώσει για άλλο λόγο;
Γ: Για ποιο λόγο;
Χ: Επειδή δεν πρέπει να μην μου λείπει τόσο πολύ.
Γ: Γιατί να μην πρέπει;
Χ: Αν δεν πρέπει… Μπορεί να μην πρέπει
Γ: Τότε να την ρωτήσεις πόσο σου επιτρέπει να σου λείπει.
Χ: Και πως θα το μετρήσω;
Γ: Πες της :αν 0 είναι «δεν
μου λείπεις καθόλου» και 10 είναι «μου
λείπεις τόσο που εύχομαι να ήμουν ποιητής για να μπορούσα να πω πόσο μου
λείπεις. Αλλά ακόμα και τότε πάλι δεν θα μπορούσα. Είναι σαν να μου έχουν
βγάλει τα μάτια και να μην μπορώ να δω τον κόσμο, σαν να είμαι εδώ και τρεις
χιλιάδες χρόνια φυλακισμένος στην χώρα του χιονιού. Είναι σαν …είναι σαν να μου
λείπεις» πόσο μου επιτρέπεις να μου λείπεις;
Και τέλος πάντων δεν καταλαβαίνω. Γιατί να θυμώσει κάποιος
επειδή σου λείπει πολύ;
Χ: Γιατί ,σου λέω, δεν πρέπει
Γ: Γιατί;
Χ: Δεν ξέρω
Γ: Τότε; Ακούς εκεί… να θυμώσει κανείς για έναν τόσο χαζό
λόγο.
Χ:Κι αν στεναχωρηθεί;
Γ:Γιατί να στεναχωρηθεί;
Χ: Λέω αν….
Γ: Μα γιατί να στεναχωρηθεί;
Χ:Γιατί δεν θέλει να μου λείπει τόσο.
Γ: Έλα Χριστέ και Παναγιά! Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο!
Χ: Κι αν φοβηθεί;
Γ: Τι να φοβηθεί;
Χ: Εμένα
Γ: Γιατί, θέλεις να της κάνεις κακό;
Χ: Όχι!
Γ: Τότε;
Χ: Λέω, αν φοβηθεί….
Γ:Να την αγκαλιάσεις και να της πεις να μην φοβάται
Χ:Κι αν δεν θέλει;
Γ: Γιατί να μην θέλει;
Χ: Λέω αν….
Γ: Τότε να την ρωτήσεις τι φοβάται. Κι αυτό που φοβάται να
βρεις έναν τρόπο να το σκοτώσεις.
Χ:Κι αν ξέρω τι φοβάται;
Γ: Τότε σήκω! Πάμε μαζί να το σκοτώσουμε
Χ: Κι αν δεν σκοτώνεται;
Γ: Ναι βρεις έναν τρόπο.
Χ:Κι αν δεν υπάρχει;
Γ:Να σκεφτείς έναν. Θα σκεφτώ κι εγώ και θα βρούμε
Χ: Κι αν δεν γίνεται, δεν γίνεται με τίποτα;
Γ: Όλα γίνονται!
Χ: Όλα γίνονται…
Κι αν αυτόν τον
κάποιον τον αγαπάς πολύ;
Γ:Πόσο πολύ;
Χ:Παααααάρα πολύ
Γ:Πάρα πάρα πολύ;
Χ: Πάρα πάρα πάρα παααααααάρα πολύ!
Γ:Τότε ακόμα καλύτερα
Χ: Κι αν τον αγαπάς τόσο που δεν θέλεις ούτε να τον
θυμώσεις, ούτε να τον στεναχωρήσεις , ούτε να τον τρομάξεις;
Γ:Τότε να μην το κάνεις.
Χ:Κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος;
Γ: Άλλος τρόπος για τι;
Χ:Για να της πεις πόσο τον αγαπάς
Γ: Τότε να βρεις
Χ:Κι αν όλοι οι τρόποι που βρίσκεις είναι τρομαχτικοί και
στεναχωριτικοί και θυμωτικοί;
Γ: Τότε να βρεις κι άλλους.
Χ: Κι αν δεν υπάρχουν;
Γ: Τότε να της πεις ότι την αγαπάς.
Χ: Γιατί;
Γ: Για να έχει έναν λόγο λιγότερο να είναι στεναχωρημένη,
τρομαγμένη και θυμωμένη.
Χ: Γιατί;
Γ:Λίγο είναι να σ’αγαπάνε;
Χ: Κι αν δεν θέλεις;
Γ:Αν ποτέ βρεις έναν άνθρωπο που δεν θέλουν να τον αγαπάνε,
να τον αγαπήσεις.
Χ:Αφού δεν θα θέλει
Γ: Άκου με που σου λέω. Αγάπα τους ανθρώπους κι αυτοί θα
καταλάβουν.
Χ:Κι αν περάσουν χίλια χρόνια;
Γ: Δεν ξέρει από χρόνια η αγάπη
Χ:Κι αν περάσουν χίλιοι αιώνες;
Γ:Ούτε από αιώνες ξέρει.
Χ: Ξέρεις κανέναν τέτοιο άνθρωπο;
Γ: Ξέρω
Χ: Πού τον γνώρισες;
Γ: Σ’ ένα από τα ταξίδια μου.
Χ: Και πώς ήταν;
Γ:Ήταν άσχημος. Πολύ άσχημος.
Χ:Δύσμορφος;
Γ:Όχι…Όχι δύσμορφος. Ήταν απλώς άσχημος, ο πιο άσχημος
άνθρωπος του κόσμου. Φορούσε ένα βαρύ παλτό χειμώνα καλοκαίρι, είχε καράφλα κι
είχε δυο μάτια σχιστά σαν Κινέζου
Χ: Ενώ δεν ήταν;
Γ:Ενώ δεν ήταν.
Χ:Μήπως ήταν Ιάπωνας; Γιατί είναι άτιμοι αυτοί οι λαοί, δεν
τους ξεχωρίζεις.
Γ:Όχι!
Χ:Κορεάτης;
Γ:Όχι σου λέω! Δεν ήταν Ασιάτης
Χ: Και τι έγινε μ’αυτόν;
Γ: Στην αρχή σκέφτηκα να πάω να τον ρωτήσω
Χ: Τι να τον ρωτήσεις;
Γ: Έλα μου ντε
Χ: Και τι έκανες;
Γ:Τον ακολούθησα
Χ: Και που πήγε;
Γ: Περπατούσε περπατούσε περπατούσε. Σε μια στιγμή τον είδα
να μπαίνει σε ένα κτίριο
Χ:Τι κτίριο;
Γ: Απ’αυτά τα μεγάλα που έχουν στην Αμερική. Κι όταν
ξαναβγήκε απ’το κτίριο έκλαιγε.
Χ: Με τι δάκρυα;
Γ:Με δάκρυα που μοιάζαν με χαλάζι.
Χ: Γιατί;
Γ: Πήγα και τον ρώτησα. Του είπα «Συγγνώμη κύριε, αλλά γιατί
κλαίτε;»
«Είστε πολύ αδιάκριτος» μου απάντησε. «Αδιάκριτος;» του
είπα. «Μου φαίνεται δεν είστε στα πολύ καλά σας για να λέτε τέτοιες κουβέντες».
«Εσάς τι σας νοιάζει;» με ρώτησε. «Με νοιάζει και με παρανοιάζει!» του είπα
-Μήπως είστε από’ κείνους που
καταγράφουν τις ιστορίες της ανθρώπινης φυλής σε ζωγραφιές και σε ήχους και σε
λέξεις;
-Όχι
-Μήπως είστε από’ κείνους που
καταγράφουν την ιστορία της ανθρώπινης ψυχής σε ζωγραφιές και σε ήχους και σε
λέξεις;
-Όχι
-Και τότε τι είστε;
-Τίποτα. Πείτε μου, γιατί κλαίτε;
Χ: Και σου είπε;
Γ: Μου είπε. Ήταν βαριά άρρωστος. Πολύ άρρωστος
Χ: Τι αρρώστια είχε;
Γ: Είχε αυτή την αρρώστια που όποιος την έχει, ξεχνάει
ν’αγαπήσει ή καμιά φορά ξεχνάει ότι αγαπάει κι έτσι ξεχνάνε κι οι άλλοι να τον
αγαπήσουν.
Χ: Κάτι σαν αμνησία;
Γ: Όχι!Βασικά… περίπου .Θυμότανε πως ανάβει η καφετιέρα,
θυμόταν πώς να φτιάξει τηγανιτές πατάτες, πώς να λύσει μια εξίσωση δευτέρου
βαθμού, θυμότανε ποιος ανακάλυψε την Αμερική. Κι όλα αυτά βέβαια είναι σπουδαίο
να τα θυμάται κανείς.
Το μόνο που δεν θυμόταν είναι η αγάπη. Κι έτσι δεν είχε ούτε
αγαπημένους ανθρώπους , ούτε αγαπημένα τραγούδια. Δεν θυμόταν ποιος είναι ο
αγαπημένος του δρόμος ,ούτε η αγαπημένη του μέρα της εβδομάδας, ούτε η
αγαπημένη του εποχή, ούτε το αγαπημένο του φαγητό.
Χ: Κι εσύ τι έκανες;
Γ: Στην αρχή σκέφτηκα τι ένας πάνω τι ένας κάτω.
Χ: Ένας πάνω ή ένας κάτω τι;
Γ: Ευτυχισμένος άνθρωπος
Χ: Μα η ευτυχία ξέρει από ζυγαριές
Γ: Αυτό είπα κι εγώ
Χ: Και τι έκανες;
Γ: Τον κέρασα ένα ποτό
Χ: Κι έμαθε ν’αγαπάει;
Γ: Έμαθε ν’ αποκαλύπτει. Κι αυτό είναι νομίζω ένα πρώτο βήμα
,η αποκάλυψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου